- μοσχάγκαθο
- το, και μοσχαγκαθιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Eryngium campestre τού γένους ηρύγγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
φιδάγκαθο — το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Eryngium campestre, τού γένους ερύγγιο, αλλ. φειδάγκαθο ή μοσχάγκαθο 2. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού φίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + αγκάθι] … Dictionary of Greek
ερύγκιο — (Εryngium). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Αριθμεί 23 είδη των εύκρατων και θερμών χωρών, γνωστά κυρίως με τη γενική ονομασία αγκαθιά. Τα φυτά αυτά είναι μονοετείς ή πολυετείς πόες, με βλαστό και φύλλα ακανθωτά και σκληρά.… … Dictionary of Greek